- αρματηλασία
- ἁρματηλασία, η (Α) [αρματηλάτης]η οδήγηση άρματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁρματηλασία — ἁρματηλασίᾱ , ἁρματηλασία chariot driving fem nom/voc/acc dual ἁρματηλασίᾱ , ἁρματηλασία chariot driving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματηλασίᾳ — ἁρματηλασίαι , ἁρματηλασία chariot driving fem nom/voc pl ἁρματηλασίᾱͅ , ἁρματηλασία chariot driving fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματηλασίας — ἁρματηλασίᾱς , ἁρματηλασία chariot driving fem acc pl ἁρματηλασίᾱς , ἁρματηλασία chariot driving fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματηλασίαν — ἁρματηλασίᾱν , ἁρματηλασία chariot driving fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρματηλασίαις — ἁρματηλασία chariot driving fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρισθάρματος — ἀρισθάρματος, ον (Α) ο καλύτερος στην αρματηλασία («ἀρισθάρματον γέρας» το βραβείο του καλύτερου άρματος στην αρματηλασία). [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + άρμα ( ατος)] … Dictionary of Greek
ιππηλάσιος — ία, ιο(ν) (Α ἱππηλάσιος, ία και ίη, ον) [ιππηλάτης] το θηλ. ως ουσ. η ιππηλασία το τρέξιμο με άλογο, η ιπποδρομία (α. «έμπειρος στην ιππηλασία» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ. γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν… … Dictionary of Greek
ιππασία — Η τέχνη της ίππευσης. Βλ. λ. ιππική. * * * η (Α ἱππασία) [ιππάζομαι] 1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς 2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῑσθαι», Ξεν.) νεοελλ. μια θέση τού σώματος στην ενόργανη γυμναστική… … Dictionary of Greek
ιπποδίνητος — ἱπποδίνητος, ον (Α) (για αρματηλάτη) αυτός που δονείται από τους ίππους στην αρματηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο δίνητος, σφονδυλο δίνητος] … Dictionary of Greek
μεταστοιχεί — και μεταστοιχί (Α) επίρρ. (για άρματα έτοιμα για αρματηλασία ή για αυτούς που πρόκειται να αγωνιστούν σε αγώνα δρόμου) στη σειρά, στη γραμμή («στὰν δὲ μεταστοιχί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στοιχεί (< στοῖχος «σειρά, διάταξη»), πρβλ.… … Dictionary of Greek